- ἀναισθησίας
- ἀναισθησίᾱς , ἀναισθησίαlack of sensationfem acc plἀναισθησίᾱς , ἀναισθησίαlack of sensationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
нечоувьствиѥ — НЕЧОУВЬСТВИ|Ѥ (5*), ˫А с. Бесчувственность, безразличие: аще и мы не свѣдаѥмъ вины ѿ многаго нечювьствi˫а ѡ нашихъ напасти [в др. сп. напасте(х)], събывающихъсѧ ѡ прегрѣшении. (ἐκ... ἀναισϑησίας) ΓΑ XIII–XIV, 79б; не превративъ ожесточанье и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
The Ladder of Divine Ascent — or Ladder of Paradise (Κλίμαξ; Scala or Climax Paradisi ) is an important work for monasticism in Eastern Christianity, composed by John Climacus in ca. AD 600, at the request of John, Abbot of Raithu, a monastery situated on the shores of the… … Wikipedia
нечоутьѥ — НЕЧОУТЬ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Нечувствительность: Не стерпи нечютьѥмъ сонънымъ срамити полъжить˫а своего (διὰ τῆς... ἀναισϑησίας) Пч к. XIV, 83. 2. Непонимание: аще кто прельщеньемь злата... ѿлѹча˫а кого своихъ клирикъ. ли ч(с)тьнаго затварѧ˫а. не быти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάνηψη — Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό. Η α. αποτελεί … Dictionary of Greek
αναισθήτιση — η [αναισθητίζω] πρόκληση σωματικής αναισθησίας κατά τις εγχειρήσεις, που επιτυγχάνεται με κατάλληλα φάρμακα … Dictionary of Greek
αναισθησιολογία — η Ιατρ. παραχειρουργική ιατρική ειδικότητα με κύριο αντικείμενο την επιλογή και παροχή αναισθησίας για εγχειρητικούς σκοπούς, αλλά και τη διεγχειρητική και άμεση μετεγχειρητική φροντίδα τού ασθενούς (παρακολούθηση τών ζωτικών λειτουργιών,… … Dictionary of Greek
αναισθησιολόγος — ο γιατρός ειδικευμένος στην εφαρμογή τεχνητής αναισθησίας κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + λόγος (< λέγω] πρβλ. αγγλ. anesthesiologist. ΠΑΡ. αναισθησιολογία] … Dictionary of Greek
αναισθητικός — ή, ό [αναίσθητος ή αναισθητώ] 1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία 2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας … Dictionary of Greek
απονάρκωση — η (Α ἀπονάρκωσις) πλήρης μέχρι αναισθησίας νάρκωση … Dictionary of Greek
επισκληρίδιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ τής κυρίως σκληράς μήνιγγος και τού περιοστέου 2. φρ. «επισκληρίδιος χώρος» το κατώτερο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα 3. «επισκληρίδια αναισθησία»… … Dictionary of Greek